σανδάλιον
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of σάνδαλον, mostly in pl.,
A sandals, Hdt. 2.91 (sg.), Cratin.131, Cephisod.4, LXX Jo.9.5. 2 horseshoe, σ. ὀνικά POxy.741.10 (ii A.D.). II a surgical bandage, Heliod. (?)ap.Orib.49.35.3, as v.l. for σανδάλιος, ὁ, which is found also in Heraclas ap. eund.48.4. III v. σάνδαλον 11.
German (Pape)
[Seite 860] τό, dim. von σάνδαλον; Her. 2, 91; Luc. Philop. 27 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σανδάλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σάνδαλον, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 2. 91, Κρατῖν. ἐν «Νόμ.» 10, Κηφισόδ. ἐν «Τροφ.» 2, κτλ. ΙΙ. χειρουργικὸς ἐπίδεσμος, Ὀρειβάσ. 180· ὡσαύτως σανδάλιος, ὁ, ὁ αὐτ. 84. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σανδάλια· σάνδαλα. γυναικεῖα ὑποδήματα, ἃ καὶ βλαυτία. καὶ ἰατρικὸς ἐπίδεσμος σανδάλιον».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 sandale de bois, fixée par des courroies passant sur le pied, socque;
2 sorte de poisson.
Étymologie: v. σάνδαλον.
Spanish
English (Strong)
neuter of a derivative of sandalon (a "sandal"; of uncertain origin); a slipper or sole-pad: sandal.