τρισμέγας

Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

Spanish

tres veces grande

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. (για τον Ερμή) ο τρισμέγιστος
2. (για τον Πλάτωνα) ο μεγαλοφυής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ-/τρι- + μέγας.