τρισμέγας
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
Spanish
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. (για τον Ερμή) ο τρισμέγιστος
2. (για τον Πλάτωνα) ο μεγαλοφυής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ-/τρι- + μέγας.
Léxico de magia
ὁ tres veces grande de Hermes φάνηθί μοι ἐν τῇ μαντείᾳ, ὁ μεγαλόφρων θεός, τ. Ἑρμῆς muéstrate a mí en este acto de adivinación, dios de grande pensamiento, Hermes tres veces grande P VII 551