ῥαντισμός

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

English (LSJ)

ὁ,

   A sprinkling, ὕδωρ ῥαντισμοῦ LXX Nu.19.9 sq.; αἷμα ῥαντισμοῦ Ep.Hebr.12.24, cf. 1 Ep.Pet.1.2.

German (Pape)

[Seite 834] ὁ, Besprengen, Benetzung, LXX. u. N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαντισμός: ὁ, τὸ ῥαντίζειν, ῥάντισμα, ὕδωρ ῥαντισμοῦ Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΘ΄, 9 κἑξ.)· αἷμα ῥαντισμοῦ Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ιβ΄, 24· πρβλ. Α΄ Ἐπιστ. Πέτρου α΄, 2· - οὕτω, ῥάντισις, εως, ἡ, Achmes Ὀνειροκρ. 188, ἐν τῇ ἐπιγραφ., καὶ ῥάντισμα, τό, Βασίλ. τ. 2, σ. 242D, κλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
aspersion.
Étymologie: ῥαντίζω.

English (Strong)

from ῥαντίζω; aspersion (ceremonially or figuratively): sprinkling.

Greek Monolingual

ο / ῥαντισμός, ΝΜΑ ῥαντίζω
το ράντισμα με αγιασμένο νερό ή άλλο υγρό για εξαγνισμό (α. «ὕδωρ ῥαντισμοῡ ἅγνισμά ἐστι», ΚΔ
β «αἵματι ῥαντισμοῡ κρεῑττον λαλοῡντι παρὰ τὸν Ἄβελ», ΚΔ)
νεοελλ.
ο ψεκασμός.