ἔνταλμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A = ἐντολή, LXXIs.29.13, Ev.Matt.15.9, al.
German (Pape)
[Seite 853] τό, der Auftrag, Befehl, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνταλμα: τό, = ἐντολή, ἐντάλματα ἀνθρώπων Ἑβδ. (Ἡσαΐας ΚΘ΄, 13), Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιε΄, 9, κλ.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
en lit. jud.-crist. orden, mandato ἐντάλματα ἀνθρώπων LXX Is.29.13, cf. Ep.Col.2.22, ἐξελεύσομαι ... ἐν ἐντάλμασιν αὐτοῦ LXX Ib.23.11, cf. 2Ep.Clem.17.3, Basil.M.31.629A, ἔ. καὶ ἔργον Iust.Phil.Dial.67.10, νομίμων ἐντάλματα Gr.Thaum.Annunt.M.10.1169A, cf. Cyr.Al.Mt.152.8, Gr.Naz.M.37.1108A, Epiph.Const.Haer.70.5.3.
English (Strong)
from ἐντέλλομαι; an injunction, i.e. religious precept: commandment.
English (Thayer)
ἐνταλματος, τό (ἐντέλλομαι (see ἐντέλλω)), a precept: plural, διδάσκοντες ἐντάλματα ἀνθρώπων; (Winer's Grammar, 25).)