Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
Full diacritics: συνεπιμελητής | Medium diacritics: συνεπιμελητής | Low diacritics: συνεπιμελητής | Capitals: ΣΥΝΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ |
Transliteration A: synepimelētḗs | Transliteration B: synepimelētēs | Transliteration C: synepimelitis | Beta Code: sunepimelhth/s |
οῦ, ὁ,
A fellow-curator, coadjutor, X.Cyr.5.4.17, IG22.1317.2 (both pl.).
συνεπιμελητής: -οῦ, ὁ, ὁ ὁμοῦ φροντίζων περί τινος, συμβοηθὸς ἐπιμελητοῦ, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 17, Συλλ. Ἐπιγρ. 109.