συνθρύπτω
From LSJ
πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων → from men of the east or of the west
Full diacritics: συνθρύπτω | Medium diacritics: συνθρύπτω | Low diacritics: συνθρύπτω | Capitals: ΣΥΝΘΡΥΠΤΩ |
Transliteration A: synthrýptō | Transliteration B: synthryptō | Transliteration C: synthrypto | Beta Code: sunqru/ptw |
A break in pieces: crush, τὴν καρδίαν Act.Ap.21.13.
συνθρύπτω: συντρίβω, κλαίοντες καὶ συνθρύπτοντές μου τὴν καρδίαν Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 13· ἀόρ. β΄ παθ. συνεθρύβη Θεόδ. Πρόδρ. 4. 325.