κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
πατητήριον
το / πατητήριον, ΝΑο ληνός, κατασκευή ξύλινη ή κτιστή όπου πατιούνται τα σταφύλια.[ΕΤΥΜΟΛ. < πατῶ + επίθημα -ήριον (πρβλ. ορμη-τήριον].