ψευδωνύμως
From LSJ
To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)
French (Bailly abrégé)
adv.
faussement.
Étymologie: ψευδώνυμος.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. βλ. ψευδώνυμος.
Russian (Dvoretsky)
ψευδωνύμως: (νῠ) ложным именем: ψ. σε Προμηθέα καλοῦσιν Aesch. напрасно именуют тебя Прометеем.