αγριοφανής
From LSJ
πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected
Greek Monolingual
ἀγριοφανής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται άγριος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγριος + -φανής < φαίνω.
πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected
ἀγριοφανής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται άγριος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγριος + -φανής < φαίνω.