άγριος
Greek Monolingual
-ια, -ιο (Α ἄγριος, -ία, -ιον και -ιος, -ιον)
1. (για ζώα) αυτός που ζει στους αγρούς, μακριά από κατοικημένους τόπους, μη εξημερωμένος, ανήμερος
με την ίδια σημασία απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (πληθ. ουδ. a-ki-ri-ja)
2. (για πρόσωπα) αυτός που ζει σε πρωτόγονη κατάσταση, απολίτιστος, βάρβαρος, αγροίκος, ακοινώνητος
3. (για τόπους) αυτός που δεν καλλιεργείται, χέρσος, τραχύς και έρημος
4. (για φυτά) αυτός που φυτρώνει μόνος του και μεγαλώνει χωρίς ανθρώπινη φροντίδα, ο αυτοφυής, ο μη ήμερος
5. αυτός που προέρχεται από άγριο φυτό
6. σκληρός, τραχύς, βίαιος, απότομος, σκαιός
7. ο υπερβολικά μεγάλος, ισχυρός, δριμύς, έντονος, σφοδρός, ισχυρός
8. αυτός που εμπνέει τρόμο, τρομερός, φοβερός
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει στην άγρια φυλή, κανίβαλος, ανθρωποφάγος, αγριάνθρωπος
2. ο όμοιος με αγριάνθρωπο στην όψη ή τη συμπεριφορά, φοβερός, άσχημος, απολίτιστος
3. ατίθασος, ανυπόκτακτος
4. (για επιφάνειες) ο μη λείος, σκληρός, τραχύς
5. (επίρρ. φρ.) «με το άγριο», βάναυσα, απότομα, σκληρά, βίαια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγρός.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγριαίνω, ἀγριάς, ἀγρίζομαι, ἀγριμαῖος, ἀγριόεις, ἀγριώδης
μσν.
ἀγριώνω
νεοελλ.
αγρία, αγριάδα ΙΙ, αγριότητα, αγριούτσικος.
ΣΥΝΘ. Το αγριο- ως α΄ συνθ. παρουσιάζει μεγάλη παραγωγικότητα τόσο στην αρχ. όσο και στη νεοελλ. π.χ. αρχ. ἀγριόμορφος, ἀγριοπηγός, ἀγριοποιός νεοελλ. αγριο-καίρι, αγριο-κάτσικο, αγριο-κοιτάζω, αγριο-λογώ, αγριο-μανώ, αγριο-μιλώ].