ακυροχάρτι

From LSJ
Revision as of 23:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐλευθέρα Κόρκυρα· χέζ' ὅπου θέλεις → Corfu is free; shit where you want

Source

Greek Monolingual

το
1. έγγραφο που ακυρώνεται από αρμόδια αρχή
2. έγγραφο με το οποίο ακυρώνεται προηγούμενη πράξη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άκυρος + χαρτί].