οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
και αγερογάμης, ο(για πρόσωπα) αυτός που καυχιέται για ανύπαρκτες ερωτικές κατακτήσεις.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + γαμώ].