ἀναιτίατος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A unblamed, Ion Trag. ap. Phot.p.113R.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναιτίατος: -ον, ὃν δὲν αἰτιώμεθα, ἀκατηγόρητος, Κ. Μανασσ. Χρ. 3368.
Spanish (DGE)
(ἀναιτίᾱτος) -ον
no acusado οὐδεὶς ἀναιτίατος ἀγγέλλων κακά nadie que anuncia desgracias deja de recibir acusaciones Io Trag.8a.