βαρβαροστομία

Revision as of 12:20, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_8)

English (LSJ)

ἡ, (στόμα)

   A barbarous way of speaking, Str.14.2.28.

German (Pape)

[Seite 432] ἡ, ausländische Art zu reden, barbarische Aussprache, Strab. XIV, 662.

Greek (Liddell-Scott)

βαρβᾰροστομία: ἡ, (στόμα) βάρβαρος τρόπος τοῦ ὁμιλεῖν καὶ προφέρειν, Στράβ. 662.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ pronunciación bárbara o extranjera Str.14.2.28.