ἡ,
A quarrelling, strife, Aristaenet.1.2.
[Seite 1141] ἡ, Streit, Aristaen. 2, 2.
ζῠγομᾰχία: ἡ, ἔρις, μάχη, Ἀρισταίν. 2. 2, Ἐκκλ.