θεογενής
English (LSJ)
ές,
A born of God, Sch.rec.A.Pr.351, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1195] ές, gottgeboren, Schol. Aesch. Prom. 351.
Greek (Liddell-Scott)
θεογενής: -ές, ἐκ θεοῦ γεννηθείς, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 351˙ ἴδε θειογενής.
ές,
A born of God, Sch.rec.A.Pr.351, Gloss.
[Seite 1195] ές, gottgeboren, Schol. Aesch. Prom. 351.
θεογενής: -ές, ἐκ θεοῦ γεννηθείς, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 351˙ ἴδε θειογενής.