θεογενής

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεογενής Medium diacritics: θεογενής Low diacritics: θεογενής Capitals: ΘΕΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: theogenḗs Transliteration B: theogenēs Transliteration C: theogenis Beta Code: qeogenh/s

English (LSJ)

θεογενές, born of God, Sch.rec.A.Pr.351, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1195] ές, gottgeboren, Schol. Aesch. Prom. 351.

Greek (Liddell-Scott)

θεογενής: -ές, ἐκ θεοῦ γεννηθείς, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 351· ἴδε θειογενής.

Greek Monolingual

θεογενής και θεογεννής, -ές (Α)
αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από κάποιον θεό («θεός τοι καί θεογενής», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -γενής (< γένος), πρβλ. ευγενής, ομογενής].