θειογενής
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
θειογενές, = θεο-, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1191] ές, göttliches Geschlechts, Orac. Sib.
Greek (Liddell-Scott)
θειογενής: -ές, ποιητ. ἀντὶ θεογενής, πιθ. γραφὴ ἐν Χρησμ. παρὰ Παυσ. 6. 11, 8.
Greek Monolingual
θειογενής, -ές (Α)
ποιητ. τ. του θεογενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θείο- + -γενής (< γένος), πρβλ. εγγενής, συγγενής].