καπνιστικός
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
German (Pape)
[Seite 1323] zum Räuchern tauglich, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
καπνιστικός: -ή, -όν, καλὸς πρὸς κάπνισμα, Γαλην. 14. 501, 8.