καρτερητός
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
Greek (Liddell-Scott)
καρτερητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ὑπομένῃ, οὐ καρτερητῶν ἀλεπαλλήλων πόνων Νικήτ. Εὐαγ. 7. 251·