διχόμηνος
English (LSJ)
ον, (μήν)
A dividing the month, i. e. at or of the full moon, ἑσπερίη h.Hom.32.11; δ. σελήνη Gp.10.48.2, cf. Plu.Flam.4; διχόμηνος, ἡ, Arat.808, Ph.2.293; διχομήνη, ἡ, Gp.2.14.7, Cat.Cod.Astr.1.173.
German (Pape)
[Seite 646] in der Mitte des Monats, d. h. zum Vollmond gehörig; H. h. 32, 11; σελήνη, der Vollmond, Plut. u. A.; vgl. διχόμην.
Greek (Liddell-Scott)
δῐχόμηνος: -ον, ἐν τῷ μέσῳ τοῦ μηνός, δηλ. κατὰ τὴν πανσέληνον ἢ εἰς τὴν πανσέληνον ἀνήκων, ἑσπερίη Ὕμν. Ὁμ. 32. 11· δ. σελήνη Πλούτ. Φλαμιν. 4· οὕτω διχόμηνος, ἡ, Ἄρατ. 808· ― ὡσαύτως διχομηνία, ἡ, Ἑβδ. (Σειράχ 39. 15)· ἡ σελήνη συρόμενος, συρόμενος κατόπιν τῶν τροχῶν του δίφρου, Ἀνθ. Π. 7. 152.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
du milieu du mois : σελήνη διχόμηνος lune du milieu du mois, càd pleine lune.
Étymologie: δίχα, μήν².
Spanish (DGE)
(δῐχόμηνος) -ον
• Morfología: [fem. -η Cat.Cod.Astr.1.173.3, Gp.2.14.7; neutr. sg. lat. dichomanon Ps.Apul.Herb.65.9 (ap. crít.)]
I 1ref. a la luna de mediados del ciclo lunar, de plenilunio, lleno en uso pred. εὐτ' ἂν ... ἐλάσῃ ... ἵππους δ. cuando (la luna) impulsa sus caballos mediado su ciclo, h.Hom.32.11, ἦν δ. (ἡ σελήνη) había luna llena Plu.Flam.4, cf. 2.288b, 658f, ἐν δ. σελήνῃ Gp.10.48.2, cf. Cat.Cod.Astr.l.c.
•subst. ἡ δ. plenilunio, luna llena ἐκ διχομήνου ἐς διχάδα φθιμένην Arat.808.
2 que sucede a mitad de mes τῆς δὲ ἑορτῆς ἀρχὴ δ., ἡ πεντεκαιδεκάτη el inicio de la fiesta tiene lugar a mediados de mes, el día quince Ph.2.293.
3 de media luna op. πανσέληνος: ἐν τῷ διχομήνῳ σχήματι Alex.Aphr.Pr.1.66.
II bot., subst. τὸ δ. peonía, Paeonia officinalis L., Ps.Apul.l.c.