σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
κορθύω: κορθύνω, εὖτέ με θυμὸς κορθύσῃ Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 60.
seul. prés. Moy. 3ᵉ sg. κορθύεται;amonceler, amasser.Étymologie: κόρθυς.