αἰσχυντός
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
ή, όν,
A shameful, Ps.-Phoc. 189.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχυντός: -ή, -όν, πλήρης αἰδοῦς, Ψευδο-Φωκυλ. 176, ἔνθα ὁ Byk ἔχει αἰσχυντηροῖς.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
deshonrado μηδ' ὕβριζε γυναῖκα ἐπ' αἰσχυντοῖς λεχέεσσιν Ps.Phoc.189.