ἁπαλόστρακος
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
German (Pape)
[Seite 277] mit weicher Schaale, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπαλόστρακος: -ον, ὁ ἔχων ἁπαλὸν ὄστρακον, «πάντα τὰ ὄστρακόδερμα καὶ ἁπαλόστρακα ὡς οἱ κάραβοι καὶ καρκίνοι καὶ ἀστακοὶ» Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 92C.
Spanish (DGE)
-ον
que tiene caparazón blandode escarabajos, Nemes.Nat.Hom.M.40.520A.