βακχευτικός

From LSJ
Revision as of 12:06, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_8)

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

German (Pape)

[Seite 427] bacchantisch, Arist. pol. 8, 7, 14.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
enclin aux fureurs bachiques.
Étymologie: βακχεύω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
predispuesto al delirio, báquico βακχευτικὸν μέθη ποιεῖ Arist.Pol.1342b26.