Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
διισθμίζω: μέλλ. -ίσω, (ἰσθμός) ἕλκω, διαβιβάζω, διὰ τοῦ ἰσθμοῦ· πρβλ. ὑπερισθμίζω, Πολύβ. 4. 19, 7. ― Πρβλ. διειρύω, δίολκος.