ἐγερσίβροτος
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ον,
A awakening men, Procl.H.7.18.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγερσίβροτος: -ον, ὁ τοὺς βροτοὺς ἐγείρων, Πρόκλ. Ὕμν. 18.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
que despierta o estimula a los hombres fig. ἀρεταί Procl.H.7.18.