ἐπιστενάζω
English (LSJ)
A groan over, τινί A. Pers.727 (troch.), Plu.Brut.51, etc.: abs., E.IT283.
German (Pape)
[Seite 984] (s. στενάζω), darüber seufzen, beseufzen, τί δὴ πράξασιν αὐτοῖς ὧδ' ἐπιστενάζετε Aesch. Pers. 713; Eur. I. T. 283; auch Plut. Brut. 51 u. Luc. bis acc. 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστενάζω: μέλλ. -άξω, στενάζω ἐπάνω εἴς τινα, καὶ τί δὴ πράξασιν αὐτοῖς ὧδ’ ἐπιστενάζετε; Αἰσχύλ. Πέρσ. 727. Πλουτ. Βροῦτ. 51, κτλ.· ἀπολ., Εὐρ. Ι. Τ. 283.