ἐρεβίνθειος

Revision as of 11:37, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

English (LSJ)

ον,

   A of the ἐρέβινθος kind, Διόνυσος ἐ., proverb of any worthless article,Zen.3.83.

German (Pape)

[Seite 1022] = -θιαῖος, Διόνυσος Zenob. 3, 83, ἐπὶ τῶν μηδενὸς ἀξίων. S. ἐρεβίνθινος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρεβίνθειος: -ον, ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ ἐρεβίνθου, ἐρεβίνθειος Διόνυσος: «παροιμία ἐπὶ τῶν μηδενὸς ἀξίων» Ζηνόβ. 3. 83, ἐν Παροιμιογρ. σ. 298 ἔκδ. Gaisf.