ἰθύθριξ
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1245] τριχος, mit geradem, schlichtem Haare; Her. 7, 70; Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἰθύθριξ: ῑθ, τρῐχος, ὁ, ἡ, ἔχων τρίχας εὐθείας, ἀντίθετον τῷ οὐλόθριξ (ἔχων «σγουρὰ μαλλιά»), Ἡρόδ. 7. 70, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 955.
French (Bailly abrégé)
ύτριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux droits, càd non crépus.
Étymologie: ἰθύς, θρίξ.