καταθρύπτω

Revision as of 11:04, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

English (LSJ)

   A break in pieces, γυῖα Nic.Al.61; λάγανον Artem. ap. Ath.14.663e; κ. ἄρτους εἰς γάλα D.S.1.83, cf. Dieuch. ap. Orib.Syn. 5.33 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 1349] zerreiben, zermalmen; τοὺς ἄρτους εἰς γάλα, einbrocken, D. Sic. 1, 83; Nic. Al. 61; ἄρτος εἰς κρᾶμα καταθρυβείς Clem. Al.; a. Sp., auch καταθρυφθείς, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

καταθρύπτω: «θρύβω», «καταθρύβω»,Νικ. Ἀλεξιφ. 61, Ἀρτεμίδ. παρ’ Ἀθην. 663Ε· καταθρ. ἄρτους εἰς γάλα Διόδ. 1. 83· ἄρτος εἰς κρᾶμα καταθρῠβεὶς Κλήμ. Ἀλ. 126. - Πρβλ. κατατρίβω.