καταυχένιος
From LSJ
βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground
English (LSJ)
ον,
A on or over the neck, πλόκαμοι AP5.72 (Rufin.).
Greek (Liddell-Scott)
καταυχένιος: -α, -ον, ἐπὶ τοῦ αὐχένος ἢ τραχήλου, πλόκαμοι κ., οἱ ἐπὶ τοῦ αὐχένος πίπτοντες ἢ κρεμάμενοι, Ἀνθ. Π. 5. 73.