κεντρίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = διψάς 11.1, Ael.NA6.51.
German (Pape)
[Seite 1418] ίδος, ἡ, 1) = κεντρίον. – 2) eine Schlangenart, = κεντρίτης, Ael. H. A. 6, 51; s. auch κεντρίνης.
Greek (Liddell-Scott)
κεντρίς: -ίδος, ἡ, = διψὰς ΙΙ. 1, Αἰλ. π. Ζ. 1. 55˙ ἴδε κεντρίνης ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
sorte de serpent.
Étymologie: κέντρον.