κοτυλοειδής
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
Full diacritics: κοτυλοειδής | Medium diacritics: κοτυλοειδής | Low diacritics: κοτυλοειδής | Capitals: ΚΟΤΥΛΟΕΙΔΗΣ |
Transliteration A: kotyloeidḗs | Transliteration B: kotyloeidēs | Transliteration C: kotyloeidis | Beta Code: kotuloeidh/s |
ές,
A cup-shaped, χώρη Hp. Art.79.
κοτῠλοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα κοτύλης, ποτηρίου, χώρη Ἱππ. π. Ἄρθρ. 838.