κύθρα
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
κυθρίδιον, κύθρινος, κυθρίς, κυθρόκαυλος, κυθρόπους, κύθρος, Ion. and later Greek for χύτρ- (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
κύθρα: κυθρίδιον, κύθρινος, κυθρόγαυλος, κύθρος, Ἰων. ἀντὶ χύτρ-.