μικροπρεπής

Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ές, (πρέπω)

   A petty, mean, shabby, opp. μεγαλοπρεπής, Arist.EN1123a27; ἡ ἀκριβολογία μικροπρεπές ib.1122b8; μικροπρεπὲς ἡ ἀκρίβεια Demetr.Eloc.53, cf. 60, Charond. ap. Stob.4.2.24, Phalar.Ep.118 (Comp.); μ. [βίος] Plu.2.8a. Adv. -πῶς Posidon. ap. Gal.5.471, Sch.E.Ph.111.

German (Pape)

[Seite 184] ές, der Ggstz von μεγαλοπρεπής und ἐλευθέριος, kleinlich, bes. in Geldsachen, von niedriger, gemeiner Denkart; ἡ περὶ λέξιν ἅμιλλα μικροπρεπὲς φαίνεται καὶ σοφιστικόν, Plut. Nic. 1; Luc. Epist. saturn. 32 u. a. Sp. – Auch adv. μικροπρεπῶς, Schol. Eur. Phoen. 111.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκροπρεπής: -ές, (πρέπω) ὡς τὸ μικρολόγος, εὐτελής, χαμερπής, φειδωλός, σχεδὸν ἰσοδύναμον τῷ Λατ. illiberalis, ἀνελεύθερος, δουλοπρεπής, ἀντίθ. τῷ μεγαλοπρεπής, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4, 2, 21, κ. ἀλλ.· ἐπὶ πραγμάτων, αὐτόθι 4. 2, 8. Ἐπίρρ. -πῶς, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 111.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de petit esprit ou de petit caractère, mesquin, pointilleux, parcimonieux ; en gén. vulgaire.
Étymologie: μικρός, πρέπω.