ἀνελεύθερος
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ἀνελεύθερον,
A unfree, not free, σῶμα, of a slave, Pherecr.8 D.; slavish, of a shameful death, A.Ag.1494 (lyr.); ἀτιμίαι Arist.Pol. 1336b12.
2 of actions, servile, mean, ἀνελευθέρου γὰρ καὶ λίαν φιλοδίκου εἶναι νομίζω κακηγορίας δικάζεσθαι = since I consider it a mark of a mean and too litigious person to go to law for slander Lys.10.2, cf. Pl.Tht.182c; ἀ. ἐργασίαι Arist.EN1121b33; παιδιαί Pol.1336a29.
3 especially in money matters, niggardly, Ar.Pl. 591, Arist.EN1107b13, 1122a5, etc.
4 rude, unpolished, διάλεκτος Ar.Fr.685.
5 of animals, mean, treacherous, ζῷα ἀνελεύθερα καὶ ἐπίβουλα, οἷον οἱ ὄφεις Arist.HA488b16.
II Adv. ἀνελευθέρως = meanly, προσαιτεῖν X.Ap.9; ζῆν Alex.265.7.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de pers. impropio de un hombre libre, de conducta propia de un esclavo ἀνελευθέρους τε ζῶντας viviendo como esclavos Alex.265.7, de los que temen a los magistrados, X.Lac.8.2
•vil, bajo, miserable ἡγοῦμαι ... τὸν δὲ μὴ φίλοσοφοῦντα ἀ. (εἶναι) Pl.Grg.485c, ἄγροικος καὶ ἀ. ... ἀνδραποδώδης τε Pl.Lg.880a
•esclavo ἀ. πᾶς ὅστις εἰς δόξαν βλέπει Cleanth.Fr.Poet.5
•del cuerpo de esclavo Pherecr.125B
•del alma, la personalidad vil, bajo, servil ψυχή Pl.Lg.919d, ψυχῶν ἤθη Pl.Ep.334d, δειλῇ δὴ καὶ ἀ. φύσει Pl.R.486b, γένος Ph.1.499.
2 de actividades, situaciones, etc. propio de un esclavo πρᾶξαι οὐδὲν ἀνελεύθερον Pl.Ap.38e
•innoble ὤμοι μοι, κοίταν τάνδ' ἀνελεύθερον ¡ayme, ay! ¡innoble lecho este! A.A.1494, 1518, θάνατος A.A.1521
•bajo, vil δουλοπρεπεῖς ... καὶ ἀ. (τέχνας) Pl.Grg.518a, cf. Ph.1.637 δυσμενεία Pl.Phdr.253b, ἐργασίαι Arist.EN 1121b33, cf. Pl.Grg.465b, τροφή Pl.Lg.644a, ἀτιμίαι Arist.Pol.1336b12, συνουσία X.Smp.8.23, διάλεκτος Ar.Fr.685, κακηγορία Lys.10.2, παιδιαί Arist.Pol.1336a29, κολακεία Ph.2.52, ἀνάμνησις Plu.2.686c.
II de pers. en cont. econ. ruin, tacaño, mezquino οἱ Μεγαρεῖς ἀ. καὶ μιχρολόγοι D.59.36, εἰ πλούσιος ὢν ἀ. ἐστι Ar.Pl.591, op. ἄσωτος Arist.EN 1107b13, τὸ ταπεινόν τε καὶ ἀ. X.Mem.3.10.5.
III de animales vil, traicionero (ζῷα) ἀ. καὶ ἐπίβουλα, οἷον οἱ ὄφεις Arist.HA 488b16.
IV adv. ἀνελευθέρως = como un esclavo, servilmente ζῆν X.Ap.9, Ph.1.389, cf. argumen.Men.DE en ZPE 6, p.6 (II d.C.), κολακεύειν Plb.28.4.9, ἀ. ἐκτὸς τῆς ἀληθείας ποιεῖν τι Hsch.
German (Pape)
[Seite 222] unfrei, eines freien Mannes unwürdig, also unedel, knechtisch, κοίτη, der Sklavin Bett, Aesch. Ag. 1472; θάνατος 1502; vgl. Lys. 10, 2; Plat. vrbdt es mit ἀγεννής, Gorg. 465 b; mit δουλοπρεπής, 518 a; ταπεινός, Legg. VII, 791 d; Xen. Mem. 3, 10, 5; bes. kleinlich sparsam, schmutzig geizig, Ar. Plut. 591; mit φιλοχρήματος vrbdn Plat. Rep. V, 469 d; mit μικρολόγος Dem. 59, 36. Ausführlicher Arist. Eth. N. 2, 7 dem ἐλευθέριος entgegengesetzt, ὁ ἀν. ἐν μὲν λήψει ὑπερβάλλει, ἐν δὲ ἀνέσει ἐλλείπει; vgl. 4, 1. – Adv., Xen. Apol. 9; ζῆν Alex. Ath. II, 40 f.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
indigne d'un homme libre :
1 bas, grossier ; τὸ ἀνελεύθερον bassesse de sentiments;
2 mesquin, sordide, avare.
Étymologie: ἀ, ἐλεύθερος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνελεύθερος:
1 низменный, неблагородный, низкий (κοίτη Aesch.; διάλεκτος Arph.; ἄνθρωποι Lys., Plat.; ἔργον, ζῷα Arst.);
2 корыстолюбивый, скаредный, мелочно-жадный Arph., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνελεύθερος: -α, -ον, οὐχὶ ἐλεύθερος, δουλικός, δουλοπρεπής, ἐπὶ αἰσχροῦ (ἐπονειδίστου) θανάτου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1494· ἀτιμίαι Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 9. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀνελεύθερος, δουλικός, οὐτιδανός, χαμερπής, φαῦλος, Λυσ. 116. 22, Πλάτ.: οὕτως, ἀνελ. ἐργασίαι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 40· παιδιαὶ Πολιτικ. 7. 17, 4. 3) ἰδίως ἐπὶ χρηματικῶν ὑποθέσεων, φειδωλός, φιλάργυρος, γλίσχρος, Ἀριστοφ. Πλ. 591, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2, 7., 4. 1, 37. 4) ἄγροικος, ἄξεστος, διάλεκτον ἔχοντα μέσην πόλεως οὔτ’ ἀστείαν ὑποθηλυτέραν οὔτ’ ἀνελεύθερον ὑπαγροικοτέραν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 552. 5) ἐπὶ ζῴων, δόλιος, πανοῦργος, [ζῷα] ἀν. καὶ ἐπίβουλα, οἷον οἱ ὄφεις Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 32. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἀνελευθέρως, χαμερπῶς, δουλοπρεπῶς, προσαιτεῖν Ξεν. Ἀπολ. 9· ζῆν Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 8.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνελεύθερος, -ον)
ανάρμοστος σε ελεύθερο άνθρωπο, δουλικός
αρχ.
1. χαμερπής, φαύλος, ποταπός
2. φειδωλός, φιλάργυρος
3. αγροίκος, άξεστος
4. δόλιος, πανούργος.
Greek Monotonic
ἀνελεύθερος: -ον,
I. 1. μη κατάλληλος για ελεύθερο άνθρωπο, σε Αισχύλ., Αριστ.
2. ανελεύθερος, υπηρετικός, δουλοπρεπής, σε Πλάτ. κ.λπ.
3. σχετικά με οικονομικά ζητήματα, φειδωλός, φιλάργυρος, σε Αριστοφ.
II. επίρρ. -ρως, άθλια, φτωχικά, σε Ξεν.
Middle Liddell
I. not fit for a free man, Aesch., Arist.
2. illiberal, servile, Plat., etc.
3. in money matters, niggardly, stingy, Ar.
II. adv. -ρως, meanly, Xen.