μεμπτικός

From LSJ
Revision as of 11:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

German (Pape)

[Seite 129] zum Tadeln gehörig, geneigt, Schol. Ar. Ach. 1082. Auch adv. bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεμπτικός: -ή, -όν, ἔχων διάθεσιν ἢ ἀγαπῶν νὰ μέμφηται, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1082. - Ἐπίρρ. μεμπτικῶς, Τζέτζ. Ἱστ. 4. 471.