γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
[Seite 209] τό, dim. zum Folgdn, Sp.
μοσχοκαρύδιον: τό, ὡς καὶ νῦν, τὸ μοσχοκάρυδον, μεταγεν.