λίσφος

Revision as of 11:10, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

η, ον, Att. for ἄπυγος, Moer.p.245 P.; said to be Att. for λίσπος (q. v.), Tz.ad Hes.Op.156.    II as Subst. λίσφοι, οἱ, = ἴσχια, EM567.20.

German (Pape)

[Seite 53] att. = λίσπος, vgl. Lob. zu Phryn. p. 113 u. Moeris, der es für attisch erkl., hellenistisch ἄπυγος.

Greek (Liddell-Scott)

λίσφος: -η, -ον, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ ἄπυγος, Μοῖρ. 245· λεγόμενον Ἀττικὸν ἀντὶ τοῦ λίσπος (ὃ ἴδε), Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 156. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., λίσφοι, οἱ, = ἰσχία, Ἐτυμολ. Μέγ. 567. 20.