λίσφος
From LSJ
English (LSJ)
η, ον, Att. for ἄπυγος, Moer.p.245 P.; said to be Att. for λίσπος (q.v.), Tz.ad Hes.Op.156.
II as substantive λίσφοι, οἱ, = ἴσχια, EM567.20.
German (Pape)
[Seite 53] att. = λίσπος, vgl. Lob. zu Phryn. p. 113 u. Moeris, der es für attisch erkl., hellenistisch ἄπυγος.
Greek (Liddell-Scott)
λίσφος: -η, -ον, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ ἄπυγος, Μοῖρ. 245· λεγόμενον Ἀττικὸν ἀντὶ τοῦ λίσπος (ὃ ἴδε), Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 156. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., λίσφοι, οἱ, = ἰσχία, Ἐτυμολ. Μέγ. 567. 20.
Greek Monolingual
λίσφος, -η, -ον (Α)
βλ. λίσπος.