μαδαῖος
English (LSJ)
α, ον, poet. for μαδαρός, ἕλκη Poet.
A de herb.83.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰδαῖος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ μαδαρός, Ποιητ. περὶ Δυνάμ. Βοταν. 83.
α, ον, poet. for μαδαρός, ἕλκη Poet.
A de herb.83.
μᾰδαῖος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ μαδαρός, Ποιητ. περὶ Δυνάμ. Βοταν. 83.