μαδαρός
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
English (LSJ)
ά, όν, (μαδάω)
A wet, ἕλκεα μαδαρά running sores, Hp.Hum. 14; watery, pulpy, Id.Epid.7.83, Arist.HA531b14.
2 bald, κεφαλή Luc.Epigr.37.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 glabre, lisse ; particul. chauve;
2 sans cohésion ; flasque.
Étymologie: μαδάω.
German (Pape)
zerfließend, Arist. H.A. 4.6; bes. dem die Haare ausgefallen sind, kahl, Luc. ep. 18 (XI.434); Hesych. erkl. ἀραιόθριξ.
Russian (Dvoretsky)
μᾰδᾰρός:
1 расплывающийся, растекающийся, дряблый (ἀκαλῆφαι Arst.);
2 гладкий, безволосый (κεφαλή Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰδᾰρός: -ά, -όν, (μαδάω) ὑγρός, ἕλκεα μ., πυώδη ἕλκη, Ἱππ. 50. 36. 2) μὴ συνεχόμενος, χαλαρῶς συνημμένος, ὁ αὐτὸς 1230C. 3) μαλακός, πλαδαρός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 6, 9. 4) ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, φαλακρός, Ἀνθ. Π. 11. 434. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαδαρός· ἀραιόθριξ. ψεδνός».
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM μαδαρός, -ά, -όν)
φαλακρός
νεοελλ.-μσν.
(για τόπο) άδενδρος, αποψιλωμένος, γυμνός
αρχ.
1. υγρός, υδατώδης, νερουλός
2. πλαδαρός, μαλακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαδα- (βλ. μαδῶ) + επίθημα -ρος (πρβλ. πλαδάω: πλαδαρός, χαλάω: χαλαρός). Κατ' άλλους, ο τ. μαδαρός συνδέεται με λατ. madidus «νoτερός, υγρός»].
Greek Monotonic
μᾰδᾰρός: -ά, -όν (μαδάω), υγρός, πλαδαρός· φαλακρός, σε Ανθ.