ου, ὁ,
A giver of wine, of Dionysus, AP9.524.13, Orph.H. 47.1.
[Seite 114] ὁ, = μεθυδότης, Bacchus, Hymn. in Bacch. 13 (IX, 524); Orph. H.
μεθῠδώτης: -ου, ὁ, ὁ διδοὺς ἢ παρέχων οἶνον, Ἀνθ. Π. 9. 524, Ὀρφ. Ὕμν. 46. 1.
ου (ὁ) :qui donne le vin.Étymologie: μέθυ, δίδωμι.