ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart
[Seite 228] ἡ, = νέννα, Hesych.
νάννη: «μητρὸς ἀδελφὴ» Ἡσύχ., ἴδε νέννος.