παντορέκτης
English (LSJ)
ου, ὁ, (ῥέζω)
A = πανοῦργος, Ἔρως Anacreont.10.11, cf. Porph.Abst.1.42, Jul.Or.6.197b. II (ὀρέγομαι) all-desiring, Adam.1.16, 2.41.
German (Pape)
[Seite 464] ὁ, Alles thuend, Ἔρως Anacr. 10, 11, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παντορέκτης: -ου, ὁ, (ῥέζω) παντουργός, Ἀνακρεόντ. 10. 11, Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 1. 42, Ἰουλιαν. 197Β. ΙΙ. (ὀρέγομαι) ὁ τῶν πάντων ὀρεγόμενος, Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 1. 7 και 13.