ποντοχάρυβδις

Revision as of 09:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

English (LSJ)

[ᾰ], εως, ἡ,

   A seagulf, whirlpool, Com. epith. for a glutton, Hippon.85.1 (codd. Ath.). Cf. παντοχάρυβδις.

German (Pape)

[Seite 681] ἡ, Meercharybdis, Meerstrudel, -schlund, komische Bezeichnung eines unersättlichen Fressers, Hippon. bei Ath. XV, 698 c; Bergk verm. παντοχ., vgl. μεθυσοχάρυβδις.

Greek (Liddell-Scott)

ποντοχάρυβδις: [ᾰ], εως, Ἰων. ιος, ἡ, θαλάσσιον βάραθρον, ἢ θαλασσία δίνη, κωμικὸν ἐπίθετον ἀκορέστου τινὸς λαιμάργου, τὸ τοῦ Ὁρατίου barathrum macelli, Ἱππῶναξ 56 (Welcker), πρβλ. μεθυσοχάρυβδις.