μεθυσοχάρυβδις
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ, wine-Charybdis, nickname for a drunken woman, Com.Adesp.1077.
German (Pape)
[Seite 114] ἡ, die Wein-Charybdis, kom. für Weinsäuferinn, Phryn. in B. A. 51.
Greek (Liddell-Scott)
μεθῠσοχάρυβδις: [ᾰ], -ιος, ἡ, κρασοχάρυβδις, κωμικὸν ὄνομα μεθυούσης γυναικός, Κωμ. Ἀνώνυμ. 271· πρβλ. ποντοχάρυβδις.
Greek Monolingual
μεθυσοχάρυβδις, ἡ (Α)
1. (κωμική ονομασία) γυναίκα που όταν μεθάει μεταβάλλεται σε Χάρυβδη
2. αυτή που κάνει κακό μεθύσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυσος + Χάρυβδις].