Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
Full diacritics: οἰνοπράτης | Medium diacritics: οἰνοπράτης | Low diacritics: οινοπράτης | Capitals: ΟΙΝΟΠΡΑΤΗΣ |
Transliteration A: oinoprátēs | Transliteration B: oinopratēs | Transliteration C: oinopratis | Beta Code: oi)nopra/ths |
[ᾱ], ου, ὁ,
A = οἰνοπώλης, BGU34ii9, PSI8.959.II(iv A. D.), Rev.Bibl.29.316 (Caesarea), Tz.adHes.p.13G.
οἰνοπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, = οἰνοπώλης, Τζέτζ. εἰς Ἡσίοδ. σ. 13, ἔκδ. Gaisf. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 536.